- ὄμοργμα
- ὄμοργ-μα, ατος, τό,A that which is wiped off, a spot, AB 432.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
όμοργμα — ὄμοργμα, τὸ (Α) [ομόργνυμι] αυτό που σφουγγίζεται, δηλαδή ο ρύπος, η κηλίδα … Dictionary of Greek
ὄμοργμα — that which is wiped off neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμόργματα — ὄμοργμα that which is wiped off neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)